Company: Others
Created by: federica.masante
Number of Blossarys: 31
- English (EN)
- Romanian (RO)
- Russian (RU)
- Spanish, Latin American (XL)
- Macedonian (MK)
- Indonesian (ID)
- Hindi (HI)
- Italian (IT)
- Serbian (SR)
- Spanish (ES)
- Czech (CS)
- Hungarian (HU)
- Arabic (AR)
- French (FR)
- Turkish (TR)
- Greek (EL)
- Dutch (NL)
- Bulgarian (BG)
- Estonian (ET)
- Korean (KO)
- Swedish (SV)
- English, UK (UE)
- Chinese, Hong Kong (ZH)
- Slovak (SK)
- Lithuanian (LT)
- Norwegian Bokmål (NO)
- Thai (TH)
- Portuguese, Brazilian (PB)
- Danish (DA)
- Polish (PL)
- Japanese (JA)
- Chinese, Simplified (ZS)
- Chinese, Traditional (ZT)
- Romanian (RO)
- Russian (RU)
- Spanish, Latin American (XL)
- Macedonian (MK)
- Indonesian (ID)
- Hindi (HI)
- Italian (IT)
- Serbian (SR)
- Spanish (ES)
- Czech (CS)
- Hungarian (HU)
- Arabic (AR)
- French (FR)
- Turkish (TR)
- Greek (EL)
- Dutch (NL)
- Bulgarian (BG)
- Estonian (ET)
- Korean (KO)
- Swedish (SV)
- English, UK (UE)
- Chinese, Hong Kong (ZH)
- Slovak (SK)
- Lithuanian (LT)
- Norwegian Bokmål (NO)
- Thai (TH)
- Portuguese, Brazilian (PB)
- Danish (DA)
- Polish (PL)
- Japanese (JA)
- Chinese, Simplified (ZS)
- Chinese, Traditional (ZT)
Synchronic analysis studies a phenomenon (such as a code) as if it were frozen at one moment in time. Structuralist semiotics focuses on synchronic rather than diachronic analysis and is criticized for ignoring historicity.
Η συγχρονική ανάλυση μελετά ένα φαινόμενο (όπως κώδικας)ως να είχε παγώσει σε μια ορισμένη χρονική στιγμη. Η δομική σημειολογιά εστιάζει στην συγχρονική παρά διαχρονική ανάλυση και σχολιάζεται για χρονική άγνοια, δηλ ότι δεν λειτουργεί σε ορισμέο χρόνο.
The Symbolic Order is Lacan's term for the phase when the child gains mastery within the public realm of verbal language - when a degree of individuality and autonomy is surrendered to the constraints of linguistic conventions and the Self becomes a more fluid and ambiguous relational signifier rather than a relatively fixed entity.
Η Συμβολική Τάξη είναι όρος του Lacan για τη φάση όπου ένα παιδί αρχίσει να μιλάει και να προφέρει/εκφέρει λέξης-όταν επιτευχθεί ένας βαθμός αυτοομίας και ατομικότητας στους συγκαταβατικούς γλωσσικούς περιορισμούς και ο Self(Εαυτός)γίνει πιο εύκολο και αμφίσημο σχετικό φώνημα παρά μια καθιερωμένη σχετική γλωσσική μονάδα (δηλ. όταν το παιδί αρχίζει να αρθρώνει φράσεις παρά να προφέρει άσχετες με την σειρά μεμονωμένες λέξεις.
# A mode in which the signifier does not resemble the signified but which is arbitrary or purely conventional - so that the relationship must be learnt (e.g. the word 'stop', a red traffic light, a national flag, a number) (Peirce). See also: Arbitrariness, Iconic, Indexical, Modes of relationship # Symbolic capital: Pierre Bourdieu outlined various inter-related kinds of 'capital' - economic, cultural, social and symbolic.
Ενας τρόπος όπου το σημαίνον δεν συνδέει το σημαινόμενο αλλά το οποίο είναι αυθαίρετο ή καθαρά συγκαταβατικό ώστε η σχέση πρέπει να γνωσθεί (η λέξη 'στοπ', ένα κόκκιο φανάρι κυκλοφορίας, μι εθνική σημαία, ένας αριθμός (από τον Peirce). Δες επίσης, αυθεραισία, εικονικό, περιεχόμενο, τύποι σχέσης#Συμβολικό κεφαλαίο: Pierre Bourdieu τόνισε διαφορα είδη εσωτερικ΄΄ης σχέσης του κεφαλαίου, οικοομικού, πολιτιστικού, κοινωνικού και συμβολικού.
In theories of subjectivity a distinction is made between 'the subject' and 'the individual'. Whilst the individual is an actual person, the subject is a set of roles constructed by dominant cultural and ideological values (e.g. in terms of class, age, gender and ethnicity). The structuralist notion of the 'positioning of the subject' refers to the 'constitution' (construction) of the subject by the text. According to this theory of textual (or discursive) positioning, the reader is obliged to adopt a 'subject-position' which already exists within the structure and codes of the text. Subjects are thus constructed as 'ideal readers' through the use of codes.
Στις θεωρίες της υποκειμενικότητας μια διάκριση που γίνεται ανάμεσα στο υποκείμενο και το άτομο. Ενώ το άτομο είναι πραγματικό πρόσωπο, το υποκείμενο είναι ένα σύνολο ρόλων που κατασκευάζεται από τις κυρίαρχες πολιτιστικές και ιδεολογικές αξίες (δηλαδή βασίζεται στην ιδεοληπτική ιδιότητα του υποκιεμένου( με όρους τάξης, ηλικία, φύλο και εθνικότητα). Η έννοια του στρουκτουραλισμού (από το structure=δομή, δηλ δομισμού)είναι η τοποθέτηση του υποκιεμένου, αναφέρεται στο τι αποτελεί αυτό (κατασκευή)του υποκειμένου από το κείμενο. Σύμφωνα με την άποψη της θεωρίας του κειμένου (ή λόγου)ο αναγν΄σωετης είναι υποχρεωμέος να υιοθετεί μια ''θέση υποκειμένου' που ήδη υπάρχει εντός της δομής και των σημάτων του κειμένου (του κώδικα σημειολογίας). Τα υποκείμενα έτσι κατασκευάζονται ως 'ιδεατοί αναγνώστες' μέσω της έννοιας κωδίκοων, δηλ.σημάτων =γλωσσσικών μονάδων
Ferdinand de Saussure, the founder of modern linguistics, was a pioneer of structuralist thinking - his was the linguistic model which inspired the European structuralists. Other key structuralists include Nikolai Trubetzkoy, Roman Jakobson, Louis Hjelmslev and Algirdas Greimas in linguistics, Claude Lévi-Strauss in anthropology, Louis Althusser in political science, Roland Barthes in literary criticism and Jacques Lacan in psychoanalysis (although the theories of Barthes and Lacan evolved into poststructuralist ones).
Ο Ferdinand de Saussure, ο ιδρυτής της σύγχροης γλωσσολογίας, ήταν ένας πρωτοπόρος του δομιστικής σκέψης-ήταν το πρότυπο γλωσσολόγου που ενέπνευσε τους Ευρωπαίους δομιστές Αλλοι δομιστές κλειδιά είαι οι Nikolai Trubetzkoy, Roman Jakobson, Louis Hjelmslev, και Algirdas Greimas, στη γλωσσολογία ο Claude Levi-Strauss, στην ανθρωπολογία ο Louis Altusser, στις πολιτιές επιστήμες, ο Roland Barthes, στην κριτική λόγου και ο Jacques Lacan στην ψυχανάλυση (αν και οι θεωρίες τουBarthes και Lacan εξελίχθηκαν μς μετα-δομιστικές.
A term from sociolinguistics referring to the distinctive ways in which language is used by members of a particular social group. In semiotic terms can refer more broadly to subcodes shared by members of such groups (see codes).
Ενας όρος της κοινωνικής γλωσσολογίας που αναφέρετι στους διακριτούς τρόπους στους οποίους χρησιμοποιείται η γλώσσα από μέλη μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Στην σημειολογία οι όροι αναφέρονται πιο ευρέως σε υπο-κώδικες που μοιράζονται τα μέλη τέτοιων ομάδων
Whilst some semioticians have retained a structuralist concern with formal systems (mainly focusing on detailed studies of narrative, film and television editing and so on), many have become more concerned with social semiotics. A key concern of social semioticians is with 'signifying practices' in specific socio-cultural contexts. Social semioticians acknowledge that not all realities are equal, and are interested in 'sites of struggle' in which realities are contested. The roots of social semiotics can be traced to the early theorists. Saussure himself wrote of semiotics as 'a science that studies the life of signs within society'.
Ενώ μερικοί μελετητές της σημειολογίας ασχολούνται με την δομική έννοια με τα φορμαλιστικά συστήματα (κυρίως εστιάζοντας στις λεπτομερείς μελέτες της αφήγησης, κιηματογράφου ή τηλεοπτικών προγραμμάτων)πολλοί προβληματίζονται περισσότερο με την κοινωική σημειολογία. Ενα πρόβλημα κλειδί κοινωνικών επιστημόνων της σημειολογίας με τις σημαίουσες παρακτικές σε ειδικά κοινωνικο πολιτιστικά περιεχόμενα. Οι κοινωνικοί σημειολόγοι αναγνωρίζουν ότι δεν είναι ίσα όλα τα προγράμματα και εδιαφέρονται σε sites με αγώνα με τα προγράμματα τηελόρασης να εγείρουν αντιθέσεις. Οι ρίζες της κοινωνικής σημειολογία ανάγεται στους πρώιμες υπερασπιστές της θεωρίας. Ο Saussure ο ίδιος έγραψε για την σημειολογία ως επιστήμη που μελετά την ζωή των σημάτων εντός της κοινωνίας.
Social determinism is a stance which asserts the primacy of social and political factors rather than the autonomous influence of the medium (whether this is language or a technology). Social determinists reject the causal priority given to language by linguistic determinists and to technology by technological determinists.
Ο κοινωνικός ντετερμινισμός είναι μια έννοια που βεβαιώνει τους βασικούς κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες παρά μια αυτόνομη επίδραση του μέσου (αν αυτό είναι γλώσσα ή τεχνολογία) Οι κοινωνικοί ντετερμιστές απορρίπτουν την αιτιακή προτεραιότητα που δίεται στην γλώσσα από τους γλωσσικούς ντετερμινιστές και στην τεχνολογία από τεχνολογικούς ντετερμινιστές.
Whilst all semiotic codes are in a broad sense social codes, social codes can also be seen as forming a major sub-group of codes, alongside textual codes and interpretative codes. Social codes in this narrower sense concern our tacit knowledge of the social world and include unwritten codes such as bodily codes, commodity codes and behavioural codes.
Ενώ όλοι οι εννοιολογικοί κώδικες είναι σε μια ευρεία έννοια κοινωνικοί, οι κοιωικοί κώδικες μπορούν να ειδωθούν μόο ότι σχηματίζουν μια μείζονα υποοδμάδα κωδικών, μαζί με τους κώδικες του κειμένου και κώδικες διερμηνείας. Οι κοινωνικοί κώδικες στα στενά εννοιολογικά πλαίσα αφορούν τη απτή γνώση του κοινωνικού κόσμου και περιλαβάνουν μη γραπτούς κώδικες, όπως κώδικας του σώματος, αριθμητικούς κώδικες και κώδικες συμπεριφοράς.
Semiotic codes have either single articulation, double articulation or no articulation. Codes with single articulation have either first articulation or second articulation only. Codes with first articulation only consist of signs - meaningful elements which are systematically related to each other - but there is no second articulation to structure these signs into minimal, non-meaningful elements. Where the smallest recurrent structural unit in a code is meaningful, the code has first articulation only.
Κώδικες σημειολογίας έχου άλλη απλή άρθρωση, διπλή άρθρωση ή μη άρθρωση. Οι κωδικες με απλή άρθρωση έχουν είτε πρώτη ή δεύτερη άρθρωση μόο. Οι κώδικες με πρώτη άρθρωση αποτελούνται μόνο από σήματα-εννοιολογικά στοιχεία που συστηματικά συνδέονται το ένα με το άλλο-αλλά δεν υπάρχει δεύτερη άρθρωση στη δομή αυτών των σημάτων, σε ελάχιστα μη εννοιλογικά σήματα. Οππυ η μικρότερη επανερχόμενη δομική μονάδα σε έναν κώδικα (δηαδή στα πλαίσια μιας λέξης) έχει όημα, η λέξη είναι φώνημα.
This was Baudrillard's term (borrowed from Plato); 'simulacra' are 'copies without originals' - the main form in which we encounter texts in postmodern culture.
Αυτός ήταν όρος του Baudrillard (δανεισμένος από τον Πλάτωνα);'οιμοιώματα'' είναι αιτγραφές δίχως αρχική λέξη-η κύρια μορφή στην οποία συνατάμε στην μεταμοντέρνα κουλτούρα.
A sign which does not contain any other signs, in contrast to a complex sign.
Ενα σήμα που δεν περιέχει άλλα σήματα, σε αντίθεση με το πολύπλοκο σήμα.
For Saussure, this was one of the two parts of the sign (which was indivisible except for analytical purposes). In the Saussurean tradition, the signifier is the form which a sign takes. For Saussure himself, in relation to linguistic signs, this meant a non-material form of the spoken word - 'a sound-image' ('the psychological imprint of the sound, the impression it makes on our senses').
Για τον Saussure, αυτό ήταν ένα από τα δύο μέρη του σήματος (αυτό δεν ήταν διαιρέσιμο εκτός για σκοπούς ανάλυσης). Στην παράδοση του Saussure, το σημαίνον είναι η μορφή που λαμβανει μια έννοια (δηλ.σήμα Για τον Saussure, σε σχέση με τα γλωσσικά σήματα, αυτό που εννοείται ως μη υλικό σχήμα της λέξης που προφέρεται-ένας ήχος εικόνα (το ψυχολογικό αποτύπωμα του ήχου, η εντύπωση που κάνει στις έννοιές μας.
For Saussure, the signified was one of the two parts of the sign (which was indivisible except for analytical purposes). Saussure's signified is the mental concept represented by the signifier (and is not a material thing). This does not exclude the reference of signs to physical objects in the world as well as to abstract concepts and fictional entities, but the signified is not itself a referent in the world (in contrast to Peirce's object). It is common for subsequent interpreters to equate the signified with 'content' (matching the form of the signifier in the familiar dualism of 'form and content').
Για τον Saussure το σημαινόμενο ήταν ένα από τα δύο μέρη του σήματος (αυτό δεν διαιρείται εκτός από τους σκοπούς τοης ανάλυσης) Το σημαινόμενο του Saussure είναι η ιδέα περί ύλης που αντιπροσωπεύεται από το σημαίνον. (και δεν είαι υλικό αντικείμενο) Αυτό δε αποκλείει την αναφορά σημάτων σε φυσικά αντικείμενα στον κόσμο καθώς και τις αφηρημένες έννοιες και φανταστικές μονάδες, αλλά το σημαινόμενο σεν είναι το ίδιο μια αναφορά στον κόσμο (σε αντίθεση με το αντικείμενο του Peirce). Είναι κοινό σε αλλεπάληλους διερμηενίς να εξισώνουν το σημαιόμενο με περιεχόμενο (που ταιράζει στη μορφή του σημαίνοντος στην σχετικό διυσμό του μορφή και περιεχόμενο).
In Saussurean semiotics, the term signification refers to the relationship between the signifier and the signified.
Στην σημειολογία του Saussure, ο όρος σημασία αναφέρεται στην σχέση μεταξύ του σημαίνοντος και του σημαινόμενου.
A term sometimes used to refer to the physical or material form of the sign (e.g. words, images, sounds, acts or objects). For some commentators this means the same as the signifier (which for Saussure himself did not refer to material form). The Peircean equivalent is the representamen: the form which the sign takes, but even for Peirce this was not necessarily a material form.
Ενας όρος που χρησιμοπιείται μερικές φορές για να ααφερθεί στον φυσικό και υλικό τύπο του σήματος (πχ λέξεις, εικόνες, ήχοι, πράξεις και αντικείμενα). Για μερικούς σχεδιαστές αυτό σημαίνει το ίδιο με το σημαίνοτα (το οποίο για τον Saussure τον δεν αναφέρθηκε σε υλικό τύπο, ή υλική φόρμα ) Το ισοδύναμο του Peirce είναι η αντιπροσώπευση; η μορφή που παίρνει το σήμα, αλλά ακόμα κα για τον Peirce αυτό δεν ήταν απαραίτητα υλικό σχήμα.
A sign is a meaningful unit which is interpreted as 'standing for' something other than itself. Signs are found in the physical form of words, images, sounds, acts or objects (this physical form is sometimes known as the sign vehicle). Signs have no intrinsic meaning and become signs only when sign-users invest them with meaning with reference to a recognized code.
Ενα σήμα είναι μια εννοιολογική μονάδα που ερμηνεύεται ως ισχύουσα για κάτι άλλο εκτός από το ίδιο. Σήματα βρίσκονται στη φυσική φόρμα λέξεων, εικόνων, ήχων, πράξεων και αντικειμένων(η φυσική φόρμα είναι μερικές φορές γνωστή ως το όχημα του σήματος). Τα σήματα δεν έχουν διφορούμενη έννοια και γίνονται σήματα μόνο όταν οι χρήστες σημάτων τα επενδύουν με ένοια που αναφέρεται σε έναν ααγνωρισμένο κώδικα.
In some semiotic triangles, this refers to the sense made of the sign (what Peirce called the interpretant).
Σε μερικά σημειωτικά τρίγωνα, αυτό αναφέρεται στη έννοια του σήματος που έχει δοθεί σ'αυτό. Ονομάζεται και διερμηνεία του Peirce
Within transmission models of communication, these terms are used to refer to the participants in acts of communication (communication being presented as a linear process of 'sending' 'messages' to a 'receiver'). Semioticians usually regard such models as reductionist (reducing meaning to 'content'); the main semiotic objection is usually that transmission models do not feature the semiotic concept of a code, but related objections refer to the model's neglect of the potential significance of purposes, relationships, situations and the medium.
Μέσα στα πλαίσια των μοντέλων μετάβασης επικοινωνίας, αυτοί οι όροι χρησιμοποιούντα για να αναφερθούν σε αυτούς που συμμετέχουν σε πράξεις επικοινωνίας (επικοιωνία που παρουσιάζεται ως η κύρια διαδικασία της 'αποστολής μηνυμάτων σε έναν λήπτη'). Οι μελετητές της σημειολογίας συνήθως θεωρούν τέτοια μοντέλα ως μειωτικα (που μειώνουν τη σημασία ως προς το περιεχομενο), η κύρια αντίθεση των σημείων είναι συνήθως ότι τα μοντέλα της μετάβασης δεν παρουσιάζουν το περιοεχόμενο σημείων ενός κώδικα σε βάση ιδεοληψίας, αλλά οι σχετικές λειτουργίες αναφέρονται στην άγνοια του δυναμικού της σημασίας σκοπών, σχέσεων, καταστάσεων και μέσο.
Loosely defined as 'the study of signs' or 'the theory of signs', what Saussure called 'semiology' was: 'a science which studies the role of signs as part of social life'. Saussure's use of the term sémiologie dates from 1894 and Peirce's first use of the term semiotic was in 1897. Semiotics has not become widely institutionalized as a formal academic discipline and it is not really a science. It is not purely a method of textual analysis, but involves both the theory and analysis of signs and signifying practices.
Χαλαρά ορίζεται ως η 'μελέτη των σημάτων' ή η θεωρία των σηματων, ό,τι ο Saussaure ονόμασε 'σημειολογία' ήταν: μια επιστήμα που μελετά το ρόλο των σημάτων ως μέρος της κοινωνικής ζωής. Η χρήση του όρου του Saussaure χρονολογείται από το 1894 και η πρώτη χρήση του Peirce ήταν το 1897. Η σημειολογία ('επιστήμη των σημείων') δεν έχει καθιερωθεί,θεσμοποιηθεί ως επίσημο μάθημα-αντικείμενο στο Πανεπιστήμιο και δεν αποτελεί επιστήμη. Δεν είναι καθαρά μια μέθοδος ανάλυσης κειμένου, αλλά περιέχει και τα δύο και την θεωρία και ανάλυση σημάτω και σημασιολογικών πρακτικών.
Peirce's triad is a semiotic triangle; other semiotic triangles can also be found. The most common alternative changes only the unfamiliar Peircean terms, and consists of the sign vehicle, the sense and the referent.
Η τριάδα του Peirce είναι σημειοτικό τρίγωνο; άλλα σημειοτικά τρίγωνα μπορούν να βρεθούν επίσης. Οι πιο κοινές εναλλακτικές αλλαγές μόο οι μη οικείοι όροι του Peircean και αποτελούνται από το σημείο, όχημα,η έννοια, και το νούμενο.
Greimas introduced the semiotic square as a means of mapping the logical conjunctions and disjunctions relating key semantic features in a text. If we begin by drawing a horizontal line linking two familiarly paired terms such as 'beautiful' and 'ugly', we turn this into a semiotic square by making this the upper line of a square in which the two other logical possibilities - 'not ugly' and 'not beautiful' occupy the lower corners. The semiotic square reminds us that this is not simply a binary opposition because something which is not beautiful is not necessarily ugly and that something which is not ugly is not necessarily beautiful.
Ο Greimas εισήγαγε το σημειοτικό τετράγωνο ως μέσον χαρτογράφησης των λογικών συνειρμών και μη συνειρμών χαρακτηριστικών κλειδιών σύνδεσης σε ένα κείμενο. Αν αρχίσουμε χαράσσοντας μια οριζόντια γραμμή που συνδέει όρους εν ζεύγει όπως 'ωραίος' και ''ασχημος' το μετατρέπουμε σε σημειοτικό τετράγωνο κάνοντας την πάνω γραμμή ένα τετράγωνο όπου οι δύο άλλες λογικές δυνατότητες -'μη άσχημο' και 'όχι ωραίο' καταλαμβανου τις χαμηλότερες γωνίες. Το τετράγωνο σημείων μας θυμίζει ότι δεν είναι απλά μια δευτερεύουσα αντίθεση επειδή κάτι δεν που δεν είναι ωραίο δε είναι απαραίτητα άσχημο και κάτι που δεν είναι άσχημο δεν είναι απαραίτητα ωραίο.
The infinite use of finite elements is a feature which in relation to media in general has been referred to as 'semiotic economy'. The structural feature of double articulation within a semiotic system allows an infinite number of meaningful combinations to be generated using a small number of low-level units.
Η άπειρη χρήση πεπερασμένων στοιχείων είναι ένα χαρακτηριστικό όπου σε σχέση με τα μαζικά μέσα ενημέρωσης γενικά αναφέρεται στην σημειοτική οικονομία. Το δομικό χαρακτηριστικό διπλής άρθρωσης μέσα σε ένα σύστημα σημείων επιτρέπει έα άπειρο αριθμο σημαντικών συνδυασμών να παράγεται με τη χρήση ενός μικρού αριθμού μοάδων χαμηλού επιπέδου.
Saussure's term sémiologie dates from a manuscript of 1894. 'Semiology' is sometimes used to refer to the study of signs by those within the Saussurean tradition (e.g. Barthes, Lévi-Strauss, Kristeva and Baudrillard), whilst 'semiotics' sometimes refers to those working within the Peircean tradition (e.g. Morris, Richards, Ogden and Sebeok). Sometimes 'semiology' refers to work concerned primarily with textual analysis whilst 'semiotics' refers to more philosophically-oriented work.
Ο όρος σημειωλογία του Saussur χρονολογείται σε ένα χειρόγραφο του 1894. Η Σημειολογία χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην μελέτη σημάτων εντός της παράδοσης το Saussure (πχ Barthes, Levi-Strauss, Kristeva και Baudrillard)ενώ τα σημεία μερικές φορές αναφέρεται σε αυτούς που εργάζονται μέσα στα πλαίσια της Peircan παράδοσης (πχ Morris, Richards, Ogde και Sebeok). Μερικές φορές η 'σημειολογία' αναφέρεται σε εργασία που αφορά βασικ΄την κειμενική ανάλυση ενώ το 'semiotics''αναφέρεται σε πιο φιλοσοφικά εστιασμένη εργασία.
Morris divided semiotics into three branches: syntactics, semantics and pragmatics. Semantics refers to the study of the meaning of signs (the relationship of signs to what they stand for). The interpretation of signs by their users can also be seen as levels corresponding to these three branches - the semantic level being the comprehension of the preferred reading of the sign.
Ο Morris διαίρεσε το σημασιοογικό πεδίο σε τρεις κλάδους: συνακτικό, σημασιολογικό και πραγματικό. Το σημασιολογικό πεδίο αναφέρεται στην μελέτη της έννοιας σημείων (την σχέση των σημείων ως προς τι ισχύουν.) Η διερμηνεία σημείων από τους χρήστες τους μπορεί επίσης να φαίνεται ως επίπεδα που αντιστοιχούν σε αυτούς τους τρείς κλάδους, το σημασιοογικό πεδίο είναι η κατανόση της προτίμησης ανάγνωσης του σημείου.
At the (lower) structural level of second articulation, a semiotic code is divisible into minimal functional units which lack meaning in themselves (e.g. phonemes in speech or graphemes in writing). These lower units are nonsignifying sign elements - purely differential structural units (called figurae by Hjelmslev). They are recurrent features in the code.
Στο (κατώτερο)δομικό επίπεδο μιας δεύτερη άρθρωση,ένας σημειωτικός κώδικασ είναι διαιρέσιμος σε μικρότερες λειτουργικές μοάδες που τους λείπει η έννοια σε αυτά (φωνήματα στον λόγο ή γραφήματα στη γραφή). Αυτές οι κατώτερες μονάδες δεν σημαίουν στοιχεία καθαρά διαφορποιητικών δομικώ μοάδων (οομάζονται ψηφία του Hjelmsev). Είναι επανερχόμενα χαρακτηριστικά στον κώδικα.
A dyadic model of the sign is based on a division of the sign into two necessary constituent elements. Saussure's model of the sign is a dyadic model (note that Saussure insisted that such a division was purely analytical).
Ενα δυαδικό μοντέλο του σήματος βασίζεται πάω σε μια διάίρεση του σήματος σε δύο βασικά συστατικά στοιχεία. Το μοντέλο του Saussure του σήματος ενός δυαδικού μοντέλου (σημείωσε ότι ο Saussur επέμενε ότι μια τέτοια διαίρεση ήταν καθαρά αναλυτική).
This is a school of structuralist semiotic thinking established by Algirdas Greimas (1917-1992), a Lithuanian by origin. Strongly influenced by Louis Hjelmslev (1899-1966), it seeks to identify basic structures of signification. Greimas focused primarily on the semantic analysis of textual structures but the Paris School has expanded its rigorous (critics say arid) structural analysis to cultural phenomena such as gestural language, legal discourse and social science.
Αυτή είναι η σχολή του στρουκτουραλιστική σημειωτική σκέψη που καθιερώθηκε από τον Algiras Greimas (1917-1992),ένας Λιθουανός στη καταγωγή. Με ισχυρή επίδραση από τον Louis Hjelmlev (1899-1966),επιδιώκει την ταυτοποίηση βασικών δομών σημασίας. Ο Greimas εστίασε βασικά στην σημασιολογική ανάλυση της υφής των δομών αλλά η Σχολή του Παρισιού έχει εξαπλώσει την δρυμαία κριτική δομική ανάλυση σε πολιτιστικά φαινόμενα όπως εμπειρική γλώσσα, νομικό λόγο και κοινωνικ΄επιστήμη.
This influential structuralist and functionalist group of linguists/semioticians was established in 1926 in Prague by Czech and Russian linguists, although the term 'Prague school' was not used until 1932. Principal members of this group included: Vilem Mathesius (1882-1946), Bohuslav Havránek (1893-1978), Jan Mukarovsky (1891-1975), Nikolai Trubetzkoy (1890-1938) and Roman Jakobson (1896-1982).
Η επιρροή της στρουκτουραλιστικής και φονταμεταλιστικής ομάδας γλωσσολόγων /φαρμοσμένης γλωσσολογίας εγκαταστάθηκε στην Πράγα το 1926 απο Τσέχους και Ρώσους γλωσσολόγους, αν και ο όρος Σχολή της Πράγας δεν χρησιμοποιούνταν μέχρι το 1932. Τα βασικά μέλη αυτής της ομάδας περιλαμβάνουν: Vilem Mathesius (1882-1946), Bohuslav Havránek (1893-1978), Jan Mukarovsky (1891-1975), Nikolai Trubetzkoy (1890-1938) and Roman Jakobson (1896-1982).
Peirce's model of the sign had three elements - the representamen, an interpretant and an object.
Το μοντέλο του Peirce έχει τρία στοιχεία-αντιπροσωπευτικό, ερμηνευτικό και αντικείμενο.
Synchronous communication is communication in which participants can communicate 'in real time' - without significant delays. This feature ties together the presence or absence of the producer(s) of the text and the technical features of the medium. Synchronous communication is invariably interpersonal communication.
Σύγχρονης επικοινωνίας είναι ανακοίνωση στην οποία οι συμμετέχοντες μπορούν να επικοινωνούν σε πραγματικό χρόνο ' '-χωρίς σημαντική καθυστέρηση. Αυτό το χαρακτηριστικό συνδέει την παρουσία ή την απουσία του ο κατασκευαστής (ες) του κειμένου και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του μέσου. Σύγχρονης επικοινωνίας είναι πάντα διαπροσωπικής επικοινωνίας.
These are the meaning-making behaviours in which people engage (including the production and reading of texts) following particular conventions or rules of construction and interpretation.
Πρόκειται για την έννοια των αποφάσεων συμπεριφορές στην οποία άνθρωποι ασκούν (συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής και ανάγνωση των κειμένων) μετά από συγκεκριμένο συμβάσεις ή κανόνες κατασκευής και ερμηνεία.
This is the stance that the pre-given structure of some signifying system - such as language or any kind of textual system - determines the subjectivity (or at least behaviour) of individuals who are subjected to it.
Αυτό είναι η θέση ότι η εκ των προτέρων δεδομένη δομή κάποιου σημαίνοντος συστήματος - όπως η γλώσσα ή οποιοδήποτε είδος κειμένου σύστημα - καθορίζει την υποκειμενικότητα (ή τουλάχιστον συμπεριφορά) των ατόμων που υποβάλλονται σε αυτό.
Foucault uses the term episteme to refer to the total set of relations within a particular historical period uniting the discursive practices which generate its epistemologies.
Φουκώ χρησιμοποιεί το όρος επιστήμης να αναφέρεται το συνολικό σύνολο των σχέσεων μέσα σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ενώνοντας τις ασυνάρτητος πρακτικές που δημιουργούν την epistemologies.
This term was used by Peirce to refer to the process of 'meaning-making'.
Το φαινόμενο της σημείωσης αφορά κάθε σύστημα σήμανσης: από τα πιο απλά, π.χ. τις πινακίδες της τροχαίας, έως τα πιο σύνθετα, π.χ. τους πολιτισμικούς κώδικες, τον κώδικα της μουσικής, και βέβαια το πληρέστερο σημειωτικό σύστημα, τη γλώσσα. Κατά τον Peirce, του οποίου η προσέγγιση έχει, αν και κάπως αργά, τύχει ευρύτερης αναγνώρισης, η σημείωση είναι η σχέση ενός σημείου με το αντικείμενο αναφοράς του και η διαδικασία της σημείωσης υλοποιείται με σημεία τριών ειδών: εικονικά, δεικτικά, συμβολικά.
Those who reject textual determinism (such as poststructuralists) emphasize the 'polysemic' nature of texts - their plurality of meanings.
Φαινόμενο κατά το οποίο μια λέξη εκφράζει περισσότερες από μία σημασίες.
A figure of speech involving the substitution of part for whole, genus for species or vice versa.
Σχήμα λόγου που περιλαμβάνει την αντικατάσταση μέρους έναντι του συνόλου ή το αντίθετο.
A metonym is a figure of speech involving using one signified to stand for another signified which is directly related to it or closely associated with it in some way, notably the substitution of effect for cause.
Σχήμα λόγου, κατά το οποίο αντί για τη λέξη που απαιτείται χρησιμοποιείται άλλη, με την οποία υπάρχει σημασιολογική σχέση.
A term from sociolinguistics referring to the distinctive ways in which language is used by individuals. In semiotic terms it can refer more broadly to the stylistic and personal subcodes of individuals (see codes).
Όρος που εκφράζει το σύνολο των ιδιαίτερων γλωσσικών στοιχείων που συνθέτουν τον προσωπικό τρόπο έκφρασης ενός ατόμου. Μπορεί να αναφέρεται και με την ευρεία έννοια στους προσωπικούς κώδικες των ατόμων.